Έλα, να δεις τί βρήκα σήμερα!..

Θυμάμαι,..

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ

Θυμάμαι .. ένα καλοκαίρι μια κοπέλα που έκανε διακοπές σε κάποιο νησί.. ηταν άγνωστη μιλούσε σε καρτοτηλέφωνο με καποιο κοντινό της πρόσωπο λογικά για να πεί πόσο όμορφα περνάει.. ήμουν κοντα καθώς περπατούσα προς το μέρος της άκουγα το γέλιο της και τη χαρά της..
η κοπέλα καθώς μιλούσε έκανε ένα βημα πίσω, σκόνταψε έπεσε προς τα πίσω χτύπησε το κεφάλι της στη πίσω πλευρά , ξεψύχησε αμέσως..
στην αλλη γραμμη ποιος να ‘ταν, ποσο πόνο να ένιωσαν, εγω πόνεσα στην εικόνα αυτή , σε λιγο ηρθαν οι φιλοι της κοπέλας την είδαν νεκρη..
θυμαμαι πως η ζωή είναι μικρή.. ας την κάνουμε όμορφη οσο μπορούμε .. ας κανουμε βήματα μπροστά.. ένα βήμα πίσω στέρησε ενα χαμόγελο μια ψυχή.. που έφυγε τόσο άδικα
Γιάννης

Θυμάμαι το πρώτο μας κλεφτό φιλί, την αγκαλιά μας μετά απο ένα μακρινό ταξίδι σου, τις μέρες που περάσαμε μαζί σ’ένα δωμάτιο κλεισμένοι.
Θυμάμαι που όλος ο κόσμος μου ήταν μια αγκαλιά.
Θυμάμαι να έρχεσαι απο μακρυά για να με δεις έστω και λίγο. Που περίμενες ώρες να κατέβω. Που ξαπλώσαμε να κοιμηθούμε στον καναπέ και δεν κοιμήθηκες όλη νύχτα για να μου χαιδεύεις τα μαλλιά. Να με κοιτάς ενώ κοιμόμουν για να κρατήσεις την εικόνα έτσι έλεγες. Που δεν υπήρχε τίποτα που δεν μπορούσες να κάνεις για μένα.. Που η αγάπη σου έβγαινε απο μέσα σου και απλωνόταν γύρω μου προστατευτικός κλοιός. Που ήρθες μέσα στην βροχή βρεγμένος ως το κόκκαλο μόνο για να μου πεις πως μ’αγαπάς. Που έβρεχε στα μάτια σου κάθε φορά που μαλώναμε. Που μ’αγκάλιαζες κάθε φορά σαν να ήταν η τελευταία. Που μιλούσαμε στο τηλέφωνο δέκα φορές την ημέρα όταν ήμασταν μακρυά και πάλι δεν μας έφτανε. Που έμαθες ότι κάτι κακό συνέβη σε κάποιον κοντινό μου άνθρωπο και ήρθες απο την άκρη του κόσμου για να είσαι εδώ μήπως σε χρειαστώ. Που εξάντλησες όλα τα περιθώρια της υπομονής. Που μου έλεγες πως ήμουν η πρώτη σου σκέψη όταν ξυπνούσες και η τελευταία το βράδυ πριν κοιμηθείς. Που κάθε φορά που μ’αγκάλιαζες πριν φύγεις συννέφιαζαν τα μάτια σου. Που μου έλεγες πόσο πολύ μ’αγαπάς. Πως δεν υπάρχει αγάπη σαν κι’αυτή που νιώθεις εσύ για μένα. Που ήσουν έτοιμος να τα παρατήσεις όλα για να είμαστε μαζί. Που άφησες την δουλειά σου γιατί δεν άντεχες μακρυά μου. Που ποτέ δεν με κατηγόρησες γι’αυτό. Που μου έλεγες πως είσαι εδω για μένα ότι κι αν συμβεί. Πως μπορώ να κρατιέμαι πάνω σου και πως τίποτα στην ζωή δεν είναι τόσο σημαντικό όσο η αγάπη μας. Που ποτέ δεν υπολόγισες κρύο, ζέστη, βροχή, ήλιο, κούραση, αυπνία αρκούσε να είσαι κοντά μου.
Θυμάμαι κι’ άλλα πολλά. Εσύ;
Θυμάσαι; ή δεν θέλεις πιά ούτε να θυμάσαι;
Μελίνα

Τα χρόνια πέρασαν… και όμως ακόμα θυμάμαι πως ένα παιδί 14 χρόνων μπορεί να χάσει τη ζωή του, να πεθάνει χωρίς να έχει πεθάνει, να ζει χωρίς να μπορεί να ζεί.
Ήμουν 14 ίσως και 15 όταν ο εφιάλτης που κυρίεψε τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου, είχε πλέον αρχίσει. Και φυσικά μιλάω για τα χρόνια της εφηβίας, τα πιο ανέμελα χρόνια στη ζωή του ανθρώπου. Νόμιζα ότι είχα βρει έναν παράδεισο στη γη πέρνωντας ότι πιο απατηλό υπάρχει στον κόσμο σήμερα. Και φυσικά τι άλλο από τα ναρκωτικά. Ότι και να έκανα το είχα συνδιασμένο με τα ναρκωτικά. Για να ακούσω μουσική, για να βγω με μια φίλη, για να δω τηλεόραση, για να πάω στο σχολείο έπρεπε να είχα πάντα μια δόση μαζί μου.
Τα χρόνια περνούσαν μέχρι που είχα φτάσει πλέον να γυρνάω στην πόλη άψυχη, κουρασμένη, χωρίς νόημα για ζωή. Στόχος; Υπήρχε! Μόνο ένας να βρώ λεφτά για να πάρω τη δόση μου. Και αυτό δεν τελείωνε βρίσκοντας, γιατί όταν είχα πλέον φτάσει στο στόχο μου εκείνει τη στιγμή αγωνιούσα που θα βρω την επόμενη δόση μου.
Είναι πολλά που θα ήθελα να πω για αυτή την συγχρονη φυλακή, που εγκλωβίζονται κυρίως τα νέα παιδιά χωρίς να μπορούν να πάρουν εξιτήριο ζωής. Αγωνιστηκα πολύ για να ξεφύγω μέχρι που τα κατάφερα στο πρόσωπο ενός άλλου ανθρώπου. Μου έδωσε κουράγιο και θέληση για ζωή και έτσι έκανα το πρώτο βήμα απεξάρτησης. Πέρασα πολύ δύσκολες μέρες όμως αυτός ήταν πάντα δίπλα μου και με στήριζε ένω όλη με είχαν ξεγράψει από φίλη, από πολίτη, από άνθρωπο!
Τώρα είμαι ελεύθερη και επιτέλους βρήκα έναν αληθινό παράδεισο. Στόχος μου τωρα πια είναι να ζω την κάθε στιγμή που μου χαρίζει ο θεός και να περνάω την ώρα μου δημιούργικά και όχι καταστρέφοντας τον εαυτό μου. Τώρα το μόνο που μου έχει μείνει από παλιά είναι ανάμνήσεις και σημάδια που έχουν χαρακωθεί για πάντα μέσα στην καρδιά μου…..!
Νατάσα

Θυμάμαι, πριν κάποια χρόνια, πόσο χαρούμενη και ανέμελη ήμουν.
Πόσο ζωντανή και ευτυχισμένη.
Θυμάμαι πως μέσα σε δευτερόλεπτα όλα αυτά χάθηκαν. Κι εγώ έμεινα μόνη και μαραμένη.
Θυμάμαι την ημέρα που έχασα τον αγαπημένο μου πατέρα για πάντα.
Θυμάμαι πόσο πολύ με αγάπησε και πόσο πολύ τον αγάπησα.
Θυμάμαι πόσο πολύ με προστάτευε και πόσο πολύ τον φρόντιζα.
Θυμάμαι τη σιγουριά που μου έδινε η παρουσία του και μόνο.
Θυμάμαι τη χαρά που είχα κάθε φορά που γυρνούσε σπίτι.
Θυμάμαι το τρυφερό φιλί που μου έδινε κάθε πρωί πριν φύγει για δουλειά και το τρυφερό χάδι που του έδινα το βράδυ όταν είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ και του μιλούσα για να πάει στο δωμάτιο του.
Θυμάμαι όλα αυτά που σχεδιάζαμε αλλά τελικά δεν προλάβαμε ποτέ να κάνουμε.
Θυμάμαι πόσο γερά πατούσα στα πόδια μου όταν ήταν δίπλα μου και τώρα ακροβατώ.
Θυμάμαι τις μικρές καθημερινές στιγμές που ζούσαμε και επειδή ήταν δεδομένες, δεν τις ζήσαμε σε όλο τους το μεγαλείο.
Αισθάνομαι ότι υπάρχουν άπειρα πράγματα που θα μπορούσαμε να έχουμε ζήσει μαζί και τελικά τα χάσαμε.
Μαζί με αυτά έχασα και την ψυχή μου.
Έχουν περάσει δέκα χρόνια από τον ξαφνικό χαμό του, και για μένα είναι σαν να είναι χθες. Σαν να είναι σήμερα.
“Μπαμπάκα μου θα σε θυμάμαι, Για Πάντα. Για όσο έχω αναπνοή. Για όσο θα είμαι αναγκασμένη να ζω σε αυτό τον κόσμο, χωρίς εσένα.”
Έφυγες νωρίς
κι ούτε που πρόλαβα να αρχίσω
έφυγες νωρίς
μα είχα κι άλλα να σου πω
λόγια μυστικά, την άλλη όψη σου να αγγίξω
λόγια μαγικά, από ένα κόσμο μου κρυφό.
Τόση μοναξιά σε ποιο αστείο να χωρέσει τίποτα δεν ζω που να μη φαίνεται μικρό.
Ιωάννα

Έχω πολλές αναμνήσεις απ’ αυτόν, την μεγάλη μου αγάπη, τον έρωτα της ζωής μου. Θυμάμαι πως δεν υπήρχε τίποτα άλλο στη σκέψη μου, ούτε γονείς, ούτε φίλοι, ούτε δουλειά, μόνο αυτός υπήρχε στη ζωή μου. Καμιά φορά θυμάμαι πώς είναι να νιώθεις χαμένος στον έρωτά σου και πραγματικά νιώθω δυστυχισμένη. Μου έχει λείψει αυτό το συναίσθημα, αυτή η ευφορία, αυτή η δύναμη αυτή η αλαζονία που νιώθεις όταν είσαι ερωτευμένος, ότι δεν έχεις ανάγκη κανέναν, μονάχα αυτόν που αγαπάς. Αυτό έχω να το νιώσω εδώ και δέκα χρόνια περίπου. Αποφάσισα να συνεχίσω τη ζωή μου, μετά από αυτόν. Δεν τα έχω καταφέρει άσχημα αλλά υπάρχουν στιγμές που όταν θυμάμαι πόσο ευτυχισμένη και γεμάτη με έκανε να νιώθω αναρωτιέμαι αν αξίζει να ζω και αν ζω πραγματικά ή μόνο υπάρχω. Όταν όμως γυρνάω και κοιτάω αυτά τα δύο πονηρά ματάκια τότε απαντάω στον εαυτό μου ότι η ζωή είναι ένας καθημερινός αγώνας επιβίωσης, ότι οφείλω να μην το βάλω κάτω, γι’ αυτήν και μόνον. Τίποτα δεν σου χαρίζεται, τίποτα δεν σου προσφέρεται εύκολα, πρέπει να αγωνιστείς. Εγώ αγωνίστηκα πολύ για να τον κρατήσω κοντά μου, όταν όμως συνειδητοποίησα ότι πολεμούσα για κάποιον που η καρδιά του ανήκε αλλού πήρα την δύσκολη απόφαση να σταματήσω και για ένα μεγάλο διάστημα σταμάτησε και η ζωή μου. Για πολύ καιρό ζούσα με φαντάσματα. Τώρα είμαι καλά. Δεν ψάχνομαι πια, έχω την οικογένειά μου. Έχω όλη τη ζωή μπροστά μου. Ευτυχώς έχω πολλές αναμνήσεις να θυμάμαι και να ταξιδεύω γιατί το χειρότερο από το να χάσεις τη ζωή σου είναι να χάσεις το ηθικό σου!Ντέπυ δεν γνωριζόμαστε αλλά με άγγιξε τόσο πολύ η δική σου εμπειρία που ενώ δεν είχα σκοπό να γράψω αποφάσισα να μοιραστώ μαζί σας τη δική μου ιστορία. Να ‘σαι καλά και μην το βάζεις κάτω.
Κατερίνα

Θυμάμαι…. Ανοιξη του 1975
Έφευγα με μετάθεση από την Χίο για την Κρήτη, ταξίδευα με το οχηματαγωγό Σαπφώ. ‘Οταν έφευγε το καράβι από το λιμάνι της Χίου και έστριβε δεξιά μπροστά απο το Ακρωτήρι της Αγίας Ελένης, άστραψε και βρόντηξε η περιοχή από τις φωτοβολίδες, άδειασαν απ’ ότι έμαθα τις αποθήκες, έγινε η μέρα νύχτα… κοίταγα σαν κεραυνόπληκτος γι’ αυτό που συνέβαινε. Αρκεί να σας πω ότι ο κόσμος που ταξίδευε μαζί μου στο καράβι βγήκε έξω στις κουπαστές και χάζευε τον ουρανό σαν να ήταν ΑΝΑΣΤΑΣΗ διερωτώντουσαν τι συνέβαινε, ο κάθε ένας έλεγε το δικό του και εγώ παρέμεινα σιωπηλός με δάκρυα στα μάτια αλλά και δικαίωση.
Τελικά και ο καπετάνιος του Σαπφώ κορνάρησε προφανώς για χαιρετισμό.. χωρίς να γνωρίζει. Ηταν οι στρατιώτες που είχα μαζί μου από τον Μάϊο του 1974 και περάσαμε μαζί το θερμό καλοκαίρι με την επιστράτευση και τα επακόλουθα της, ξενύχτια, συναγερμούς, παρακολουθήσεις των κινήσεων των Τούρκων με τα καράβια και τα αεροπλάνα τους, δουλειά στα ορύγματα και άλλα πολλά δύσκολα πράγματα..)
Αυτος ο αποχαιρετισμός ήταν τελικά η δική μου πληρωμή, η αναγνώριση και η αποδοχή, ένιωσαν ότι ήμουνα δίπλα τους και δεν τους πρόδωσα ούτε για μια στιγμή. Έστω και απ’ εδώ σας ευχαριστώ παλληκάρια μου, σας θυμάμαι όλους ένα ένα.
Νάσται καλά όπου κι αν είστε, ο θεός μαζί σας.
Ο Έφεδρος Ανθυπολοχαγός σας 

θυμάμαι όταν έγραψα ετούτο το γράμμα σε ένα πολύ αγαπημένο πρόσωπο, μετά την αποχώρησή του από την ζωή…28/4/04
12.44 μ.μ.
ΕΝΑΣ ΗΛΙΟΣ ΚΑΡΤΕΡΙΚΟΣ, ΔΗΛΑ ΜΑΣ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΑ ΠΡΩΙΝΑ. ΚΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΑΛΗΜΕΡΑ, ΕΧΑΣΕ ΤΟ ΙΝΑΤΙ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΕΠΑΨΕΣ ΝΑ ΧΡΙΖΕΙΣ, ΤΗΝ ΠΝΟΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ ΣΟΥ… ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΙΩΣ…
ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ, ΠΡΟΣΠΑΘΩ ΝΑ ΓΡΑΨΩ ΣΕ ΣΕΝΑ, ΝΑ ΑΝΑΦΕΡΘΩ ΣΤΟ ΑΤΟΜΟ ΣΟΥ, ΑΛΛΑ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ, ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΟΥΝ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΩ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΑΥΤΟ… ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΠΟΥ ΜΕ ΞΕΔΙΠΛΩΝΕΙ ΚΑΙ ΜΕ ΘΛΙΒΕΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ… ΙΣΩΣ ΓΙΑΤΙ ΞΕΡΩ ΟΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΣΤΟ ΔΩΣΩ ΠΟΤΕ… ΙΣΩΣ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΠΡΟΤΙΜΟΥΣΑ ΝΑ ΗΤΑΝ ΠΙΟ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ. ΛΕΝΕ ΟΤΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ… ΑΛΛΑ ΚΑΤΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΜΕΝΕΙ ΚΡΥΦΑ ΚΑΙ ΜΑΣ ΠΑΙΔΕΥΕΙ ΚΑΛΕ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΕΥΟΥΜΕ ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΕΙΡΑ ΜΑΣ. ΤΟ ΣΚΕΠΑΖΟΥΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΜΑΣ ΔΟΥΝ. ΚΑΙ ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΑΝ ΜΑΣ ΔΟΥΝ? ΕΝΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΒΑΡΑΙΝΕΙ, ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΕΠΙΤΡΕΠΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ. ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΒΡΕΙ ΤΡΟΠΟ ΝΑ ΤΟ ΕΚΦΡΑΣΟΥΜΕ…
ΚΑΙΡΟ ΜΕ ΤΥΡΡΑΝΟΥΝ ΤΟΥΤΕΣ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ…ΓΕΜΙΣΑΝ ΤΟ ΚΙΤΑΠΙ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ ΜΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ… ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΩ ΤΟ ΝΟΥ ΜΟΥ ΤΟ ΒΥΘΟ, ΕΙΝΑΙ ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΙΟ ΔΥΣΚΟΛΟ… ΚΑΙ ΠΟΝΑΕΙ.
ΚΑΝΩ ΠΩΣ Η ΖΩΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΤΟ ΚΑΤΑΦΕΡΝΩ ΠΑΝΤΑ.
ΒΛΕΠΕΙΣ Η ΣΚΕΨΗ ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ ΦΤΕΡΟΥΓΙΖΕΙ… ΟΛΑ ΟΣΑ ΔΕΝ ΠΡΟΦΤΑΣΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ. ΕΦΥΓΕΣ, ΠΡΙΝ ΑΚΟΥΣΕΙΣ. ΒΡΙΣΚΩ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΣΤΙΣ ΘΥΜΗΣΕΣ ΠΟΥ ΦΤΙΑΞΑΜΕ ΣΑΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΙΔΙΑ, ΕΦΗΒΟΙ, ΕΝΗΛΙΚΕΣ… ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΩ. ΣΕ ΣΥΝΑΝΤΩ ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΜΟΥ… ΣΥΧΝΑ. ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ Τ’ΑΠΡΙΛΗ, ΕΙΝΑΙ ΧΛΩΜΟ ΔΙΧΩΣ ΕΣΕΝΑ. ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΜΗΝΑ… ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ.
<ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΡΑΓΕ ΤΟ ΝΑ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ?> ΕΙΧΕΣ ΠΕΙ ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ… ΞΑΔΕΡΦΙΑ ΜΙΚΡΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΑ, ΣΕ ΚΟΙΤΑΞΑΜΕ ΜΕ ΑΠΟΡΙΑ, ΘΥΜΑΜΑΙ. ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΕΤΡΕΧΑΝ ΣΑΝ ΧΕΙΜΑΡΡΟΣ ΣΤΙΣ ΑΚΡΕΣ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ ΜΑΣ ΚΙ ΕΣΥ ΕΝΑ ΒΛΕΜΜΑ ΓΕΜΑΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟΤΗΤΑ, ΚΟΙΤΑΞΕΣ ΠΕΡΑ ΕΚΕΙ… ΝΑ ΜΗΝ ΦΑΝΕΙΣ. ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΣ ΤΗΝ ΓΑΛΗΝΗ ΠΟΥ ΑΝΑΖΗΤΟΥΣΕΣ ΑΠΟ ΠΑΙΔΙ. ΑΦΗΣΕΣ ΤΟ 20 ΧΡΟΝΟ ΚΟΡΜΑΚΙ ΣΟΥ ΣΤΑ ΑΫΛΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ, ΝΑ ΣΕ ΞΕΝΑΓΗΣΟΥΝ ΕΚΕΙ, ΟΠΟΥ Η ΔΥΣΤΗΧΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΔΑΜΙΝΗ ΚΙ Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΔΕΝ ΠΛΗΓΩΝΕΙ.
ΤΕΤΟΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΗΤΑΝ ΝΑ ΑΠΟΛΥΘΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΤΡΑΤΟ. ΘΑ ΕΠΕΡΝΕΣ ΤΗΝ ΜΗΧΑΝΗ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΟΣΟΥΝΑ, ΘΑ ΔΟΥΛΕΥΕΣ ΚΑΙ ΘΑ ΤΑΞΙΔΕΥΕΣ, ΠΟΥ ΤΟΣΟ ΛΑΤΡΕΥΕΣ ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ!
ΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΕ ΛΑΤΡΕΨΑΝ, ΓΙ ΑΥΤΟ, ΣΕ ΠΕΙΡΑΝ ΜΑΚΡΥΑ… ΜΑΚΡΥΑ ΑΠΟ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΠΛΗΓΩΝΟΥΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΝΟΟΥΝ…
ΟΛΑ ΚΑΛΑ ΚΑΜΩΜΕΝΑ ΜΕΧΡΙ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ…
ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ, ΒΛΕΠΩ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ… ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙ ΝΑ ΠΩ… ΣΤΗΝ ΜΑΡΜΑΡΟΛΟΥΣΜΕΝΗ ΣΟΥ ΚΑΤΟΙΚΕΙΑ, ΣΥΝΑΝΤΑΩ ΤΙΣ ΦΙΛΕΣ ΣΟΥ. ΚΑΙ ΣΕ ΨΑΧΝΟΥΝ… ΑΡΑΓΕ ΝΑ ΤΙΣ ΒΛΕΠΕΙΣ? ΓΕΜΑΤΗ ΠΕΡΙΦΑΝΕΙΑ ΓΝΕΦΩ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ… ΚΑΙ ΝΑΙ ΜΙΚΡΕ ΜΟΥ ΞΑΔΕΛΦΕ, ΗΜΟΥΝ ΠΕΡΙΦΑΝΗ ΓΙΑ ΣΕΝΑ. ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΡΟΦΤΑΣΑ ΝΑ ΣΤΟ ΠΩ… ΚΙ ΑΥΤΟ ΜΕ ΘΛΙΒΕΙ… <<ΑΛΗΘΕΙΑ, ΠΟΤΕ ΘΑ ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΚΑΦΕ…?>> ΔΕΝ ΠΡΟΦΤΑΣΑ… ΚΙ ΕΣΥ ΕΦΥΓΕΣ ΝΑ ΥΠΗΡΕΤΗΣΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ… ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ, ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑ ΝΑ ΣΕ ΠΛΗΣΙΑΣΩ, ΑΛΛΑ ΗΣΟΥΝ ΑΠΟΜΑΚΡΟΣ… ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΕΝΟΧΛΗΣΩ. ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΟΥ ΜΕΣΟΥΡΑΝΟΥΣΕ ΚΑΙ Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ, ΗΤΑΝ ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ. ΠΙΚΡΟΣ ΚΑΦΕΣ ΠΟΥ ΓΕΥΤΗΚΑΜΕ ΟΛΟΙ ΚΑΛΕ ΜΟΥ.
ΞΑΔΕΡΦΙΑ, ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ, ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΣΟΥ, ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΣΟΥ, ΗΤΑΝ ΟΛΟ ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΣΕ ΚΟΙΤΟΥΣΕ. ΑΛΛΑ ΜΑΣ ΚΟΙΤΟΥΣΕΣ ΚΙ ΕΣΥ, ΜΕ ΕΝΑ ΕΙΡΩΝΙΚΟ ΥΦΟΣ ΠΟΥ ΕΛΕΓΕ… <ΚΑΛΑ ΗΤΑΝ ΜΕΧΡΙ ΕΔΩ ΜΑΓΚΕΣ. ΑΡΚΕΤΑ… ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΜΟΝΟΙ ΣΑΣ! ΕΓΩ ΦΕΥΓΩ ΤΩΡΑ…>
ΜΕ ΤΑ ΞΑΔΕΡΦΙΑ, ΔΕΘΗΚΑΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ. ΚΙ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ Η ΑΙΤΙΑ, ΟΜΟΡΦΕ ΑΝΘΡΩΠΕ!
ΛΥΠΑΜΑΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΟΦΤΑΣΑ ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ, ΟΠΩΣ ΑΛΛΩΤΕ… ΘΥΜΑΣΑΙ?… ΘΑ ΣΕ ΘΥΜΑΜΑΙ.Υ.Γ. ΤΑ ΓΕΛΙΑ ΜΑΣ, ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΑΣ… ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΣΕ ΑΓΑΠΩ…Υ.Γ. ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΠΑΣ, ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΣ ΝΑ ΜΑΣ ΚΟΙΤΑΣ…Η ΞΑΔΕΡΦΗ ΣΟΥ
ΘΕΟΔΩΡΑΥ.Γ. ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, ΘΥΜΙΖΕΙ ΜΟΝΟ ΕΣΕΝΑ ΚΑΛΕ ΜΟΥ… ΑΝ ΗΤΑΝ ΔΙΚΟ ΜΟΥ, ΘΑ ΣΤΟ ΧΑΡΙΖΑ. ΑΝ ΖΟΥΣΕΣ ΘΑ ΤΟ ΛΑΤΡΕΥΕΣ… Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΕ ΓΥΡΕΥΕΙ ΟΛΟΥΘΕ… ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΑΠΟ ΕΣΕΝΑ!

“Ο ΗΛΙΟΣ ΘΕΟΣ”
ΜΟΥΣΙΚΗ:ΜΙΧΑΛΗΣ ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ
ΦΩΝΗ:ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΚΟΥΛΑΣ
CD:ΑΙΩΛΙΑ
ΣΑΝ ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ ΦΕΥΓΩ ΠΕΤΑΩ,
ΕΧΩ ΦΙΛΟ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΘΕΟ
ΜΕ ΤΟΥ ΑΓΕΡΑ ΤΟ ΝΕΚΤΑΡ ΜΕΘΑΩ
ΑΓΚΑΛΙΑΖΩ ΚΑΙ ΓΗ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΟ
ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ
ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΖΕΣΤΗ ΑΓΚΑΛΙΑ
ΣΤΑ ΨΗΛΑ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΝΑ ΚΟΙΜΑΜΑΙ
ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΝΑ ΔΙΝΩ ΦΙΛΙΑ.
ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΝΕΜΟΥΣ ΖΗΤΑΩ
ΕΧΩ ΠΑΨΕΙ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΘΝΗΤΟΣ
ΑΝΕΒΑΙΝΩ ΨΗΛΑ ΚΙ ΑΓΑΠΑΩ
ΔΙΧΩΣ ΣΩΜΑ, ΧΡΥΣΟΣ ΑΕΤΟΣ.

Υ.Γ. ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ ΜΕ ΟΛΟΥΣ ΕΣΑΣ ΚΑΤΙ ΠΟΛΥ ΔΙΚΟ ΜΟΥ… ΤΟ ΧΑΜΟ ΕΝΟΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΥ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΟΛΛΑΒΑ ΝΑ ΤΟΥ ΠΩ ΟΛΑ ΟΣΑ ΗΘΕΛΑ… ΚΑΙ ΝΑΙ ΕΧΩ ΤΥΨΕΙΣ… ΓΙΑΤΙ ΔΙΧΩΣ ΝΑ ΤΟ ΘΕΛΩ, ΜΠΗΚΑ ΣΤΟ ΚΑΛΟΥΠΙ ΚΑΠΟΙΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ… ΟΤΑΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣΑ ΚΡΥΦΑ ΚΑΙ ΦΑΝΕΡΑ, Ο ΣΑΚΗΣ, ΗΤΑΝ ΗΔΗ ΦΑΝΤΑΡΟΣ ΚΙ ΑΠΟ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΤΟΥ ΠΩ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ. ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΙ… ΟΙ ΦΟΡΕΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΙΔΑ, ΗΤΑΝ ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΟΥ ΔΩΘΗΚΕ Η ΕΥΚΑΙΡΙΑ, ΝΑ ΤΟΥ ΠΩ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΥΠΕΡΟΧΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ…
5 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2004, Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΟΥ ΠΝΟΗ, ΕΠΑΙΞΕ ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΟ ΡΟΛΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΖΩΗ ΟΛΩΝ ΜΑΣ.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ, ΟΤΙ Ο ΞΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ, ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΠΟΛΛΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΟΥ. ΜΑ ΔΕΝ ΤΟ ΞΕΡΕΙ… ΚΙ ΑΥΤΟ ΜΕ ΘΛΙΒΕΙ…

Υ.Γ. ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΠΩ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΕΣΑΣ, ΠΟΥ ΞΕΡΕΤΕ ΝΑ ΑΚΟΥΤΕ… ΝΑ ΑΓΑΠΑΤΕ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΛΕΤΕ… ΝΑ ΤΟΥΣ ΤΟ ΛΕΤΕ… ΓΙΑΤΙ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΤΟ ΑΚΟΥΝΕ, ΓΙΑΤΙ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΞΕΡΟΥΝ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΙ. ΕΙΤΕ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΑΣ, ΕΙΤΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΑΣ, ΕΙΤΕ Ο ΟΠΟΙΟΣΔΗΠΟΤΕ… Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ, ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟΣ… ΜΑ ΔΕΝ ΠΡΟΦΤΑΣΑ ΝΑ ΤΟΥ ΤΟ ΠΩ… ΕΦΥΓΕ!

Υ.Γ. ΣΤΕΚΟΜΑΙ ΕΔΩ, ΝΑ ΑΠΟΛΟΓΟΥΜΕ ΣΕ ΕΣΑΣ ΠΟΥ ΜΕ ΞΕΡΕΤΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΚΑΙ ΣΕ ΕΣΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΕ ΞΕΡΕΤΕ ΚΑΘΟΛΟΥ. ΚΑΙ ΣΑΣ ΛΕΩ, ΟΤΙ ΤΩΡΑ ΠΙΑ, ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟΣΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ, ΣΧΕΔΟΝ ΧΡΟΝΟ, ΝΙΩΘΩ ΟΤΙ ΤΟ ΞΕΡΕΙ… ΚΑΙ ΟΙ ΤΥΨΕΙΣ ΜΟΥ ΜΑΛΑΚΩΣΑΝ ΛΙΓΑΚΙ… ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ, ΚΑΤΙ ΘΑ ΑΚΟΥΣΕ ΠΟΥ ΤΟΥ ΕΙΠΑ ΤΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΜΑΡΜΑΡΟΛΟΥΣΜΕΝΗ ΤΟΥ ΚΑΤΟΙΚΙΑ. ΕΤΣΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ?

Υ.Γ. ΤΟΝ ΧΑΜΟ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΑΔΥΝΑΤΩ ΝΑ ΤΟΝ ΧΩΝΕΨΩ… ΑΛΛΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΞΕΡΩ, ΟΤΙ Ο ΣΑΚΗΣ ΕΖΗΣΕ ΚΑΙ ΗΞΕΡΕ, ΟΛΑ ΟΣΑ, ΔΕΝ ΘΑ ΠΡΟΦΤΑΣΟΥΜΕ ΝΑ ΖΕΙΣΟΥΜΕ ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΣΤΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΖΩΗΣ. ΓΙΑΤΙ ΗΤΑΝ ΑΡΣΕΝΙΚΟ ΑΠΟ ΤΑ ΛΙΓΑ. ΓΙΑΤΙ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙ ΣΥΝΑΜΑ. ΓΙΑΤΙ ΕΙΧΕ ΑΡΧΕΣ. ΓΙΑΤΙ ΕΚΑΝΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΝΑ ΓΕΛΑΝΕ…

Υ.Γ. …Ο ΘΕΙΟΣ ΜΟΥ, ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ, ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΝΑ ΠΑΡΩ ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΤΗΝ ΚΟΠΕΛΑ ΤΟΥ ΞΑΔΕΡΦΟΥ ΜΟΥ… ΤΟ ΕΚΑΝΑ, ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΡΚΕΤΟ ΚΑΙΡΟ… ΦΟΒΟΜΟΥΝ. ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ… ΤΗΣ ΕΔΩΣΑ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΘΥΜΙΖΕΙ ΕΚΕΙΝΟΝ. ΩΡΕΣ ΠΟΛΛΕΣ ΜΙΛΗΣΑΜΕ… ΗΤΑΝ ΣΑΝ ΝΑ ΜΙΛΟΎΣΑ ΜΑΖΙ ΤΟΥ… ΚΙ ΑΠΟΚΤΗΣΑ ΜΙΑ ΦΙΛΗ…

Υ.Γ. ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΣΤΕΡΕΨΑΝ, ΜΑΓΚΕΣ ΓΕΛΑΤΕ! Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΑ! ΚΑΙ ΞΕΡΕΤΕ ΓΙΑΤΙ? ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΤΟ ΔΕΙΧΝΕΙ… ΜΑΣ ΤΟ ΛΕΕΙ… ΣΥΝΕΧΕΙΑ! ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ! ΣΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΑ, ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟ ΛΟΓΟ… ΒΡΕΙΤΕ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΚΙ ΑΓΑΠΗΣΤΕ ΤΟΝ… ΤΟΤΕ ΙΣΩΣ ΚΑΤΙ ΕΧΕΤΕ ΝΑ ΠΕΙΤΕ…

nimbus

Θυμάμαι… Την ευτυχία στην ζωή μου, το χαμόγελο στα χείλη… και την αγάπη στην καρδιά μου.
Θυμάμαι εσένα… γιατί εσύ ήσουν η ευτυχία… εσύ… ήσουν και είσαι η.. ΑΓΑΠΗ!!!
Τα όνειρα που κάναμε μαζί… θυμάμαι… τα είχα ονομάσει πολύχρωμα…
Είχαν τόσα χρώματα πάνω τους και τόσες ελπίδες!!
Μαζί θα χρωματίσουμε τα όνειρα μας… με τα χρώματα της ζωής!!
Πόσο όμορφα αντηχούσαν στ’ αυτιά μου τα λόγια σου.. πίστεψα σ’αυτό… σε σένα… γιατί πίστευα στην αγάπη… πίστευα στην ζωή..
Ίσως γιατί δεν την είχα ζήσει ακόμα. Ίσως γιατί δεν μου είχε δείξει ακόμα το άλλο της πρόσωπο… έβλεπα την ομορφιά της….. μόνο!!
Σκεφτόμουν πως ήμουν πολύ τυχερή, τα πουλιά είχαν φτερά και πετούσαν, εγώ μπορούσα να πετάξω ψηλότερα, και μάλιστα χωρίς φτερά!!
Δεν μπορούσα να φανταστώ τότε πως αυτά τα πολύχρωμα όνειρα θα μπορούσαν να γίνουν… η σημερινή μουντή ζωή μου… δεν θα μπορούσα να φανταστώ τότε, πως εσύ, στην δύσκολη στιγμή… θα τα παρατούσες.. δεν πολέμησες όσο έπρεπε… για να αποδείξεις σε κάποιους.. …ποσο άξιζε η αγάπη μας.. έκανες πίσω… κι έφυγες…
Έμεινα πίσω… έμεινα μόνη… και το μόνο χρώμα που βρήκα για να χρωματίσω, ήταν αυτό το μολυβί απαίσιο χρώμα, με τις μόλις δυο πινελιές ροζ…
Ονειρευόμουν το ουράνιο τόξο της ζωής μου και το μόνο που κατάφερα, είναι ο συννεφιασμένος ουρανός του σήμερα.
Το μόνο που φωτίζει αυτόν τον ουρανό, είναι δυο μικρά λαμπέρα αστέρια, δυο μικρές ψυχούλες που μου δίνουν ζωη…
Ίσως… μέσα απ’ το δικό τους χαμόγελο, την δική τους ευτυχία, να ζήσω κι εγώ για μια τελευταία φορα πριν φύγω… το πολύχρωμο ουράνιο τόξο της ζωής!!!
….depi…

23/6/05….
Θυμαμαι… το σκυλο μου… κουταβι μέσα στο κουτί… είναι μόλις 40 ημερών… την ταϊζω και ξενυχτάω μαζί της μέχρι να κοιμηθει…
έχει μεγαλώσει… (2 μηνών) την ονομάζουμε Κρουσιτα… όσο τρελό είναι το όνομα… άλλο τόσο τρελή ειναι και εκεινη…
Μου έχει φάει τα παντα… αλλα μου αρέσει… εχει γεμίσει τα πάντα με τις τρίχες τις… αλλα μου αρέσει..
την έχω σαν παιδί μου…
και εκεινη τρελλενεται οποτε με βλέπει…
οτι και να εχω μόλις την πάρω αγκαλια… μου περναει…
μολις με κοιταξει.. μου κουνησει την ουρά της… και ακουμπησει το κεφαλακι της απανω μου… ολα μου περνανε…
22/6/05
η κρουσίτα δεν έχει όρεξη να φάει.. με το ζόρι πίνει λίγο γαλα…
φεύγω για δουλεια… την φιλάω… με κοιτάει…
22:00
με παίρνει τηλέφωνο ο αδερφός μου…
“Έλα σπίτι σιγα-σιγα”
Κατι μου λέει μέσα μου οτι έχει γίνει στραβη…
22:15
Φτάνω σπίτι… φωνάζω απο κάτω την κρουσίτα… τιποτα…
παίρνω τηλέφωνο τον αδερφό μου…
“Που εισαι??”
“Στον Κτηνίατρο με το σκύλο”
“Τί έχει??”
“ΠΕΘΑΝΕ”
22:20
είμαι στο κτηνιατρίο… ο σκύλος πάνω στον πάγκο ακίνητος…
ΠΩΣ ΘΑ ΖΗΣΩ ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ???
ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΜΕ ΒΛΕΠΕΙ ΝΑ ΓΥΡΝΑΩ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΞΕΝΥΧΤΙΑ???
ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΒΓΑΙΝΕΙ ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ???
ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΜΕ ΗΡΕΜΕΙ???
ΘΑ ΣΕ ΑΓΑΠΩ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ…. ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΞΕΧΑΣΩ ΠΟΤΕ….
ΑΚΗΣ….

Ηταν το 1969-1970. Στο μικρό χωριο μου. Ηλικία 17 χρόνων. Καλοκαιρινές διακοπές απο το γυμνάσιο. Οι δικές μας καλοκαιρινές διακοπές ήταν στα χωράφια ή να βόσκουμε τα αρνάκια που απογαλακτιζόταν απο τις μανάδες τους. Μια τέτοια μέρα καλοκαιρινή σημάδεψε τη ζωή μου. Ήταν 10 η ώρα το πρωί. Ημέρα πέμπτη. Ξαφνικά απο μακριά εμφανίζεται μια οπτασία με σορτσάκι πάνω σε ποδήλατο. Όσο πλησίαζε τόσο η οπτασία γινότανε ουράνια ύπαρξη. Και εγώ να μένω άγαλμα. Πλησίασε, σταμάτησε και κάτι με ρώτησε. Δεν ξέρω τι, δεν άκουγα τίποτε. Με πέρασε για ηλίθιο. Μου μιλούσε και δεν απαντούσα. Πέρασαν 5 λεπτά μέχρι να καταλάβω τι γίνεται. Δεν θυμάμαι τι είπαμε. Μόνο θυμάμαι ότι έχασα τα αρνάκια και τα βρήκε ο αγροφύλακας μέσα σε ξένα χωράφια. Έφυγε αλλά θυμόμουν ότι έμενε στο χωριό μου, ήρθε για διακοπές. Γύρισα στο χωριό. το βράδυ βγαίνοντας στη ρομαντική βόλτα του χωριού μου την είδα. Και για καλή μου τύχη έμενε στη γειτονιά μου. Απο εκείνη τη μέρα είμασταν συνέχεια μαζί. Ερχόταν μαζί μου στα χωράφια, πηγαίναμε μαζί στο ποτάμι. Το σ’ αγαπώ τις το είπα γραμμένο σε ένα κυδώνι. Το έβαλε στο στόμα της το κομμάτι εκείνο και μου το πρόσφερε με ένα φιλί. Ήταν συναρπαστικό, ήταν ανεπανάλυπτο. Ότι έχω γνωρίσει απο έρωτα, απο αγάπη, το έμαθα απο αυτήν. Είναι το καλύτερο καλοκαίρι που έζησα ποτέ. Αλλά όλα τα συναρπαστικά και τα ωραία κάποτε τελειώνουν. Οι διακοπές τελείωσαν και έφυγε. Δεν πήγε πολύ μακρυά. 180 χιλιόμετρα. Για μένα όμως εκείνη την εποχή αυτά τα χιλιόμετρα ήταν ΕΒΡΟΣ- ΑΜΕΡΙΚΗ. Την έχασα. Απο τότε την ψάχνω. Δεν τη βρήκα. Ελπίζω όμως να την βρώ. Μόνο για να τις πω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Ευχαριστώ για αυτό που μου έδωσε. Ευχαριστώ για αυτό που περάσαμε. Αν διαβάσει κάπου αυτά που γράφω θα καταλάβει. Γιατί ξέρω ότι και η ίδια νιώθει έτσι. Οπως εγώ. Και θα μου απαντήσει. Ήταν ένας μήνας για μια ζωή.
ΔΑΚΗΣ

Ήταν Μάιος, είχαμε μόλις περάσει τις άγιες μέρες του Πάσχα, σε τρεις μέρες θα έφευγε… ήταν πάντα μία φίλη, μία καλή φίλη, για μένα όμως ήταν πάντα κάτι περισσότερο… Αλλαξε τη ζωή μου ριζικά, μία ματιά, ένα νάζι της και όλοι την κοιτούσαν στα μάτια για την επόμενη κίνηση της… Μοιραίο κορίτσι, φάνηκε και από την πορεία της… Μου έδωσε κίνητρο να απεγκλωβιστώ από τα πολλά περιττά κιλά του λυκείου, μα πάνω από όλα μου έδωσε την αυτοπεποίθηση που ποτέ δεν είχα και σήμερα ψάχνω πάλι να την βρω. Μου έδωσε κίνητρο να κάνω όνειρα τρελά, να ερωτευτώ αληθινά, να νιώσω την πολυθρύλητη δύναμη της αγάπης και ήταν όντως πιο δυνατή από όσο νόμιζα. Πέρασα ένα τέλειο μήνα ίσως τον καλύτερο της ζωής μου. Και όλα ήταν μια στιγμή! ναι μόνο μια στιγμή, μετά τη νυχτερινή έξοδο μέσα στο αυτοκίνητο ένα φιλί, το πρώτο, αθώο και δυνατό ήταν αρκετό… ήταν η σφραγίδα στο πόσο μπορεί να αλλάξει ένας άνθρωπος από τον έρωτα, ένα ασχημόπαπο που γίνεται κύκνος, όχι μόνο στο σώμα, μα πάνω από όλα στην ψυχή. Σε ευχαριστώ, θα θυμάμαι πάντα εκείνη τη στιγμή, όχι μόνο για τη δύναμή της, μα πάνω από όλα γιατί με δίδαξε ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο.
Έγραψες τα ονόματά μας στους ατμούς που είχαν σχηματιστεί στο τζάμι, όλα ήταν ωραία, ο κλιματισμός του αυτοκινήτου εξισορρόπησε την υγρασία και μαζί πήρε και το όνειρο, όταν μετά από λίγο αρνήθηκες ότι σήμαινα κάτι για σένα… ας είναι, με οδήγησες στο να γνωρίσω τον εαυτό μου και θα είμαι πάντα ευγνώμων… και σίγουρα δεν πρόκειται να αφήσω τίποτα για άλλη μέρα, η σιγουριά του αύριο είναι που σβήνει κάθε όνειρο (ή αυτός ο καταραμένος ο «κλιματισμός»).
Robert

Tόσο κοντά κι όμως τόσο μακρυά. Έχουν περάσει πέντε ολόκληρα χρόνια και όμως το θυμάμαι σαν χθές.
O ήχος του τηλεφώνου απότομος και ενοχλητικός με διέκοψε από την εργασία μου. Όλη η μέρα πήγαινε χάλια και τα νεύρα μου ήταν τεντωμένα. Φανερά εκνευρισμένη, σήκωσα το ακουστικό, έτοιμη να νευριάσω περισσότερο με την νέα αγγαρεία που ήμουν σίγουρη ότι θα μου ανέθεταν. Στην άλλη άκρη της γραμμής μια φίλη μου, προσπαθούσε να μου μιλήσει μα η φωνή της ίσα που ακουγόταν. Στην αρχή δεν την γνώρισα. H φωνή της τρεμουλιαστή, πώς να καταλάβω τί έλεγε. Mου’ λεγε και μου ξανάλεγε την ίδια φράση και εγώ δεν μπορούσα να την ακούσω. Tα αυτιά μου βούϊζαν, γύρω μου φασαρία… Δεν καταλάβαινα. Δεν ήθελα να καταλάβω. Nόμιζα ότι δεν μπορούσα να ακούσω, αλλά η αλήθεια ήταν ότι είχα ήδη κλείσει ερμητικά τα αυτιά μου για να μην ακούσω. H φωνή της, στην αρχή θρόισμα που με γαργάλαγε και μετά ….. κραυγή ………… “Είναι νεκρός!!!”. Γροθιά στο στομάχι.
H συνειδητοποίηση της είδησης ήταν η χειρότερη στιγμή της ζωής μου. O άνθρωπος αυτός ήταν κάποτε ο άνθρωπός μου. Eίμασταν αρκετά χρόνια μαζί αλλά είχε περάσει και αρκετός καιρός που ήμασταν χώρια. Aλλά πάντα ήταν … εκείνος. Eκείνος που μου έμαθε για πρώτη φορά να αγαπώ, να δίνω όλο μου το είναι, ψυχή και σώμα, να βλέπω τον κόσμο αλλιώς. Eκείνος που μου έμαθε τί σημαίνει απόλυτη ευτυχία, τί σημαίνει να μοιράζομαι στιγμές, να μοιράζομαι ζωή. Eκείνος που έκανε τα δάκρυά μου να τρέξουν καυτά από ηδονή και το σώμα μου να σπαρταράει. Mε έβγαλε από το καβούκι του «εγώ» και με έκανε να πιστεύω ότι το δικό μας «εμείς», υπήρχε από την αρχή του σύμπαντος. Όλος ο κόσμος πλασμένος για μας. Tί ευτυχία…
O χωρισμός μας τότε, μου είχε έρθει απότομος. Προδοσία και πίκρα. Πίκρα για την προδοσία που είχα δεχτεί, αλλά και για την προδοσία που είχα κάνει η ίδια στον εαυτό μου, όταν έδινα κρυφές υποσχέσεις στην ψυχή μου, πιστεύοντας ότι όλα αυτά θα κρατούσαν για πάντα. O πόνος έκανε πολύ καιρό να μου περάσει. Tιμωρούσα τον εαυτό μου επειδή πίστεψα και αφέθηκα. Eπειδή συνέχισα να δίνω πολλά ακόμα και όταν άρχισα να παίρνω λίγα. Ανοιξα τα μάτια μου και είδα την αγάπη αλλά μετά τα έκλεισα για να μην μου φύγουν οι εικόνες.
Πέρασα μία επώδυνη αλλά αναγκαία διαδικασία αναγέννησης. Tα χάλασα με τον εαυτό μου αλλά στο τέλος τα ξαναβρήκα. Mε μίσησα πολύ, αλλά κατάφερα να ξαναβρώ τις δυνάμεις μου, μόνη μου. Mέσα από αυτή τη διαδικασία βγήκα αρτημελής αν και με πολλές πληγές και εκείνος έγινε … εκείνος. Δεν έπαψα ποτέ να αγαπώ τις στιγμές μας. Kαι ούτε πρόκειται.
H είδηση του θανάτου του ήρθε και με χτύπησε στα μούτρα. Έφυγε η γη κάτω από τα πόδια μου. Aυτή η έκφραση πάντα μου ακουγόταν πολύ μελοδραματική. H πραγματική αίσθηση όμως, είναι πολύ χειρότερη.
Δεν μπορούσα να πιστέψω τα αυτιά μου. Ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου. Ίσως έφταιγε και το γεγονός ότι ο θάνατός του οφειλόταν σε ατύχημα και έτσι η κατάσταση ήταν πιο δραματική. Aν και στην συγκεκριμένη περίπτωση, ό,τι και να συνέβενε σε έναν άντρα μόλις 27 χρονών τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι λιγότερο επώδυνο.
H ημέρα της κηδείας ήταν ίσως η τραγικότερη μέρα της ζωής μου. Περίπου 200 άτομα, τα περισσότερα νεαρής ηλικίας και φίλοι, γύρω από ένα λευκό φέρετρο. H καρδιά μου σπάραζε. Με τί κουράγιο να πω “αντίο”; Ένοιωθα να τρέμω από το κρύο, αλλά από πάνω ο ήλιος με έκαιγε. Έκλεινα τα μάτια μου για να μη βλέπω και κάθε φορά που τα άνοιγα είχα την ελπίδα ότι δεν ήμουν εκεί και ότι δεν ζούσα αυτή τη στιγμή. Mέσα μου ούριαζα ένα τεράστιο «όχι». Aρνηση. Aπόλυτη άρνηση. Δεν δεχόμουν αυτό το θάνατο. Eίχα μέσα μου οργή. Έκλαιγα αλλά δεν ήξερα γιατί. Ήταν σαν να ήμουν θεατής σε μία ταινία δραματική. Έκλαιγα σαν να θρηνούσα για κάποιον άγνωστο. O άνθρωπος αυτός δεν είχε πεθάνει. Ήμουν σίγουρη ότι μετά από μέρες θα τον συναντούσα στον δρόμο τυχαία. Kαι για πολύ καιρό μετά συνέχιζα να περνάω από τα μέρη που σύχναζε για να τον συναντήσω και να σκεφτώ «είχα δίκιο, ήταν μια πλάκα».
Mέσα σε όλη την άρνηση, μία σκέψη με επισκεπτόταν πού και πού και με μαστίγωνε: «Tο κορμί που κάποτε λάτρεψα, τώρα έμπαινε στο χώμα. Tο κορμί που άγγιξα και φίλησα χιλιάδες φορές, τώρα … … έλιωνε». Αυτή η σκέψη με πλάκωνε. Σαν γύπας που ορμάει να κατασπαράξει το θύμα του, έπεφτε πάνω μου και εγώ τίναζα το κεφάλι μου να την διώξω. Aλλά τελικά λίγο λίγο αυτός ο γύπας έφαγε ένα κομμάτι από μέσα μου και αυτό το κομμάτι δεν πρόκειται να επουλωθεί ποτέ. Tο κενό θα είναι πάντα εκεί. Aκόμα και τώρα που έχω ξαναφτιάξει τη ζωή μου με έναν άλλον άνθρωπο, έναν άνθρωπο καταπληκτικό και υπέροχο, το κενό είναι εκεί. Ίσως γιατί έχασα για πάντα την ευκαιρία να πάρω κάποτε μία απάντηση στο αιώνιο ερώτημα «γιατί» .
Eυχαριστώ το Θεό, που είχα την ευκαιρία να βρεθώ για λίγο κοντά του, αλλά παίρνοντάς τον εκεί ψηλά, πήρε και κάτι από μένα μαζί του.
Δεν θα σβήσω ποτέ από μέσα μου ό,τι έζησα κοντά του γιατί θέλω να κρατήσω την ανάμνησή του ζωντανή. Θέλω να κρατήσω τον ίδιο ζωντανό. Πού και πού με επισκέπτεται στα όνειρά μου. Έτσι, δυνατός και λαμπερός όπως ήταν πάντα….
ΤΑΤΙΑΝΝΑ

Θυμάμαι …πόσο ισχυρός ήταν ο κλονισμός που έπαθα, όταν ανακάλυψα στα 11-12 μου χρόνια, περνώντας μπροστά από την τηλεόραση (που ποτέ δεν σταμάταγα γιατί βαριόμουν και σιχαινόμουν τις ειδήσεις που έβλεπε ο μπαμπάς) και σταματώντας να δω εικόνες που δεν είχα ξαναδεί, ότι οι άνθρωποι κάνουν ΑΚΟΜΑ π ό λ ε μ ο !!! Μα, αυτό το κάναμε στην ιστορία… το έκανε ο άνθρωπος παλιά – τότε που ήταν χαζός και δεν ήξερε…
(Κάπου εκεί στο Ισραήλ -είπε ο μπαμπάς- ήταν το συγκεκριμένο, νομίζω εκείνο της γεωγραφίας και των θρησκευτικών…)
Λίγο αργότερα, αρχές πρώτης Γυμνασίου, ανακάλυψα και ότι υπάρχει μια πολύ ωραία γιορτή για κάτι καινούριο (1982), που δεν γνώριζα… το έλεγαν Πολυτεχνείο και είχε κάτι ωραία ξεσηκωτικά τραγούδια…
Ελενα

Η στιγμή που μπήκα στο δωμάτιο τοκετού. Γυμνή και εκτεθειμένη.
-“Αννα, σπρώξε”
Όλο μου το “είναι” μια καμπύλη, συγκεντρωμένο στην ώθηση. Βοηθάω το παιδί μου να βγεί στον κόσμο.
Ο άντρας μου μου δίνει κουράγιο. Σαν πολύ ψύχραιμος είναι… Ευτυχώς για μένα.
Μιά,Δύο,Τρείς. Ακουσα τον κόλπο μου να σχίζεται σαν κομμάτι χαρτί απο το νυστέρι του γιατρού.
Κατάλαβα ότι τελείωσε.
-“Μή σπρώχνεις άλλο”.
Σαν να έβλεπα ντοκυμαντέρ που εξελίσσεται ανάμεσα στα πόδια μου.
1, 2, 3… Κλαίει… Ματωμένος και έντρομος. Κρυώνει και οι μαίες των καθαρίζουν.
Τον ακουμπούν γυμνό πάνω μου. Ματάκια κλειστά.
-“Χαράλαμπε, η μαμά είμαι”. Πονάω και τον δίνουν στον μπαμπά του.
Πάντα θα θυμάμαι, Θανάση, την έκφρασή σου όταν τον κράτησες τυλιγμένο στην άσπρη πετσέτα.
Έβλεπες την αναγέννησή σου μέσα από τον δικό του ερχομό.
Ξέρεις, Χαράλαμπε, όταν σε πρωτοείδα γνώρισα τον άνθρωπο εκείνο για τον οποίο αν μου πουν “Πέθανε τώρα” θα το κάνω χωρίς να σκεφτώ.
Σ’ ευχαριστώ που τους 19 μήνες της συμβίωσής μας με έκανες καλύτερο άνθρωπο και γέννησες μέσα μου όνειρα και ελπίδες.
Αννα Δ.

Όλοι μας σαν παιδιά πιστεύαμε ότι οι γονείς μας μπορούσαν να φτιάξουν τα πάντα στο κόσμο. Εγώ προσωπικά νόμιζα ότι μπορούσαν να πραγματοποιήσουν όλα μου τα όνειρα…
Θυμάμαι ήμουν περίπου 13 χρονών και είχαν κλείσει τα σχολεία για Χριστούγεννα. Θα πηγαίναμε για μια εβδομάδα στην Πορταριά οικογενειακώς.
Εγώ δεν ήθελα με τίποτα να πάω. Οι φίλες μου θα έμεναν όλες Αθήνα και προτιμούσα να μείνω μαζί τους. Να πάμε να πούμε τα κάλαντα και να ψωνίσουμε σε παιχνίδια και ρούχα όλα τα λεφτά που θα κερδίζαμε. Αναγκαστικά όμως έπρεπε να πάμε.
Την επόμενη ημέρα μέσα στο αμάξι υπήρχε βουβαμάρα. Ούτε εγώ ούτε οι δύο αδερφές μου δεν θέλαμε που φεύγαμε. Καθ’όλη την διαδρομή από Αθήνα μέχρι την Πορταριά ο μπαμπάς μου μας περιέγραφε τις εξορμήσεις που θα κάναμε στα γύρω χωριά, τους χιονάνθρωπους που θα φτιάχναμε και άλλα πολλά.
Φτάνοντας στο ξενοδοχείο μετά από ώρες γκρίνιας και μουρμούρας η απογοήτευση μας ήταν ακόμα μεγαλύτερη όταν είδαμε ότι στο χωριό δεν είχε ούτε δείγμα χιονιού. Ήμασταν και οι τρεις αδερφές τόσο στενοχωρημένες που πήγαμε κατευθείαν στο δωμάτιο και δεν θέλαμε να βγούμε καθόλου έξω.
Κατά τις δέκα το βράδυ ήρθε ο μπαμπάς μου να μας φιλήσει για καληνύχτα. Εμείς του κρατάγαμε μούτρα. Λίγο πριν βγει από το δωμάτιο γυρνάει και μας λέει με σιγουριά πως όταν ξυπνήσουμε το πρωί το χιόνι θα έχει στρωθεί. «Αλήθεια μπαμπά;» τον ρωτάω. «Είμαι σίγουρος 100%» μου απάντησε. Θυμάμαι πως τον είχα πιστέψει απόλυτα. Δεν υπήρχε περίπτωση ο δικός μου ο μπαμπάς να κάνει λάθος.
Το επόμενο πρωί με το που ανοίξαμε τα μάτια μας, πεταχτήκαμε από τα κρεβάτια μας και τρέξαμε στο τζάμι. Μαγικό!!!! Χιόνιζε ασταμάτητα!!! Όχι μόνο αυτό, το χιόνι ήταν ήδη στρωμένο παντού. Η χαρά μας ήταν απίστευτη. Ήταν Χριστούγεννα και έξω χιόνιζε!!! Το όνειρο κάθε παιδιού.
Η χαρά όμως δεν τελείωνε εκεί, έρχονται οι γονείς μου από το δίπλα δωμάτιο και κρατάνε στα χέρια τους τα μαγιό μας. Περίεργο σκεφτήκαμε εμείς… τί τα θέλαμε τα μαγιό μέσα στον χειμώνα; Η μαμά μας λέει πως μας έχουν μία έκπληξη, να βάλουμε τα μαγιό μας και να κλείσουμε τα μάτια μας.
Θυμάμαι σαν τώρα την ανυπομονησία… Ντυνόμαστε γρήγορα γρήγορα, κλείνουμε τα μάτια και περιμένουμε…σιγά σιγά αρχίζουμε και προχωράμε στον διάδρομο, μάτια πάντα κλειστά… χαχανητά και γέλια πολλά, μπαίνουμε στο ασανσέρ και πάμε σε έναν άλλο όροφο. Η διαδρομή έμοιαζε με αιώνα. Βγαίνουμε από το ασανσέρ και τότε μας λέει ο μπαμπάς μας πως μπορούμε να ανοίξουμε τα μάτια μας…
Μπροστά μας ήταν μια πολύ μεγάλη εσωτερική θερμαινόμενη πισίνα που γύρω γύρω είχε τζαμαρία και μπορούσες να βλέπεις το χιόνι που έπεφτε χωρίς σταμάτημα στο χωριό… Δεν ξέρω πόσες ώρες κάτσαμε μέσα στην πισίνα. Θυμάμαι όμως πως με το που βγήκα από την πισίνα αμέσω βγήκα έξω και έτρεχα μέσα στο χιόνι με το μαγιό και η μαμά μου από πίσω φώναζε πως θα κρυώσω! Η απόλυτη ξενοιασιά! Δεν θυμάμαι και πολλά από τις υπόλοιπες ημέρες στην Πορταριά. Όμως σαν παιδί δεν νομίζω να έχω περάσει ποτέ τόσο όμορφα.
Αυτή η ανάμνηση με σημάδεψε, αυτή την ανάμνηση αναζητώ ενδόμυχα ακόμα κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα. Να είμαι εγώ ξανά παιδί και ο μπαμπάς μου να πραγματοποιεί τα πιο τρελά μου όνειρα, να μπορούσα να κρυφτώ εκεί μέσα στην ασφαλή αγκαλιά του.
Μια μοναδική εμπειρία. Η πραγματικότητα εκείνη την ημέρα είχε ξεπεράσει τα όρια ακόμη και της παιδικής μου φαντασίας.
Αυτό το συναίσθημα της απόλυτης ευτυχίας δεν μπορώ να το ξαναβρώ ποτέ και με τίποτα. Ευχή μου όμως είναι κάποτε να το προσφέρω και εγώ στα δικά μου παιδιά.
Νατάσα